μυρμηκία: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυρμηκία:''' или [[μυρμηκιά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> муравейник Hes., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut.
|elrutext='''μυρμηκία:''' или [[μυρμηκιά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[муравейник]] Hes., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut.
}}
}}

Revision as of 12:56, 19 August 2022

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fourmilière;
2 αἱ μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek Monolingual

η
ιατρ. καλοήθης όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηγκιά].

Russian (Dvoretsky)

μυρμηκία: или μυρμηκιά
1) муравейник Hes., Aesch.;
2) pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut.