μεταρσιολεσχία: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[беседа о возвышенном]], [[небесном]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> высокопарная болтовня Plut., Diog. L. | |elrutext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[беседа о возвышенном]], [[небесном]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[высокопарная болтовня]] Plut., Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεταρσιο-λεσχία, ἡ, [[λέσχης]] = [[μετεωρολογία]], Plut.] | |mdlsjtxt=μεταρσιο-λεσχία, ἡ, [[λέσχης]] = [[μετεωρολογία]], Plut.] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.
German (Pape)
[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.
Greek Monolingual
μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.
Greek Monotonic
μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιολεσχία: ἡ
1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.
Middle Liddell
μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.]