θαλυκρός: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θᾰλῡκρός:''' пламенный, жгучий ([[κέντρον]] ἐρωμανίης Anth.).
|elrutext='''θᾰλῡκρός:''' [[пламенный]], [[жгучий]] ([[κέντρον]] ἐρωμανίης Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλυκρός Medium diacritics: θαλυκρός Low diacritics: θαλυκρός Capitals: ΘΑΛΥΚΡΟΣ
Transliteration A: thalykrós Transliteration B: thalykros Transliteration C: thalykros Beta Code: qalukro/s

English (LSJ)

ά, όν, A hot, glowing, ἁπάντῃ πάντα θ. ἐγώ Call.Fr.anon. 69; θ. κέντρον ἐρωμανίης AP5.219 (Agath.):—hence θαλυκρέομαι, = ψεύδομαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1185] warm, erhitzend; θαλ. κέντρον ἐρωμανίης Agath. 15 (V, 220); Suid. erkl. διάπυρος. Übertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, auch frech, Hesych., der sogar ἀναιδές, πανοῦργον dafür setzt.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλῡκρός: -ά, -όν, θερμός, «καίων», διάπυρος, θ. κέντρον ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = ψεύδομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θαλυκρός, -ά, -όν (Α)
θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» — καυτό κεντρί ερωτικής μανίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το -κ- στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν μάλλον αναλογικούς μεταπλασμούς. Κατά το θαλυκρός σχηματίστηκε το επίθ. αλυκρός].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλῡκρός: пламенный, жгучий (κέντρον ἐρωμανίης Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: warm, glowing (Call. Fr. anon. 69, AP 5, 219), in H. = ἰταμόν, λαμπρόν, βλοσυρόν, ἀναιδές, πανοῦργον, with θαλυκρέονται ψεύδονται H.
Derivatives: θαλύ<πτ>εσθαι φλέγεσθαι; θαλύψαι θάλψαι, πυρῶσαι; θαλυσσόμενος φλεγόμενος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Beside the present θαλύσσομαι the aorist had θαλύψαι (Schulze GGA 1897, 874; Schwyzer 704). The connection with θάλπω is explained by Brugmann I.2 1, 596, Gramm.4 137 (s. also Schwyzer 296), assuming that -π- represents a , "dessen labialer Nachschlag in θαλύσσομαι usw. in die vorausgehende Silbe getreten sei mit daraus folgender Beibehaltung des -κ-"; both forms can be explained from *dʰal-ukʷ- followed by or s. In θαλυκρός we have k after u. S. on θάλπω. - Unclear ἀλυκρός, s. 1. ἀλέα warmth.

Frisk Etymology German

θαλυκρός: {thalukrós}
Meaning: heiß, glühend (Kall. Fr. anon. 69, AP 5, 219), nach H. auch = ἰταμόν, λαμπρόν, βλοσυρόν, ἀναιδές, πανοῦργον, mit θαλυκρέονται· ψεύδονται H.
Derivative: Daneben θαλύ<πτ>εσθαι· φλέγεσθαι; θαλύψαι· θάλψαι, πυρῶσαι; θαλυσσόμενος· φλεγόμενος H.
Etymology : Neben dem Gutturalstamm in θαλυκρός, θαλύσσομαι repräsentieren θαλύ<πτ>εσθαι und θαλύψαι offenbar analogische Neubildungen (Schulze GGA 1897, 874; vgl. Schwyzer 704). Die erwünschte Verbindung mit θάλπω sucht Brugmann Grundr.2 1, 596, Gramm.4 137 (s. auch Schwyzer 296) in der Weise zustandezubringen, daß er in -π- ein idg. q sieht, dessen labialer Nachschlag in θαλύσσομαι usw. in die vorausgehende Silbe getreten sei mit daraus folgender Beibehaltung des -κ-; alles wenig überzeugend. Nach θαλυκρός entstand ἀλυκρός, s. 1. ἀλέα Wärme. Oder hat zu ἀλέα ein *ἀλύσσομαι, ἀλυκρός existiert, wozu durch Kreuzung mit θάλπω θαλύσσομαι, θαλυκρός? (vgl. Güntert Reimwortbildungen 159).
Page 1,650-651