διασμήχω: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διασμήχω:''' протирать, чистить (ἁλσὶν διασμηχθείς Arph.; τὸ [[ἔκπωμα]] ἐκτέτριπται καὶ διέσμηκται Plut.). | |elrutext='''διασμήχω:''' [[протирать]], [[чистить]] (ἁλσὶν διασμηχθείς Arph.; τὸ [[ἔκπωμα]] ἐκτέτριπται καὶ διέσμηκται Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:17, 20 August 2022
English (LSJ)
A rub well, ψυχὴ πρὸς ὀξυωπίαν ἑαυτὴν διασμήξασα Hierocl. inCA21p.467M.:—Pass., ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί Ar.Nu. 1237: pf. διέσμηκται Plu.2.693d. 2 rub off, λύματα τρυφαλείης Nonn.D.30.92.
German (Pape)
[Seite 602] dasselbe, VLL.; ἁλσὶν διασμηχθείς, Ar. Nubb. 1237; διέσμηκται, Plut. Symp. 6, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
διασμήχω: καλῶς τρίβω, ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ᾿ ἂν οὑτοσὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1237.
French (Bailly abrégé)
c. διασμάω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. del objeto limpiado limpiar frotando, refregar en v. pas. ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτωσί limpiado con sal, éste de aquí (el vientre) haría un buen servicio (como odre), Ar.Nu.1237, (τὰ ἐκπώματα) διέσμηκται πανταχόθεν Plu.2.693d, tb. en v. act. διασμήξατε ὑμῶν τὰς ἀκοὰς ἀκοῦσαι ἃ λέγω limpiaos bien las orejas para escuchar lo que digo, A.Andr.Gr.57.20, τὰ ὅπλα Basil.M.29.245C, cf. Hsch.
•fig. limpiar, purificar ψυχὴ ... ὡς ὄμμα πρὸς ὀξυωπίαν ἑαυτὴν διασμήξασα Hierocl.in CA 21.7, αὐτοῦ (θεοῦ) ... τοῖς ἐντεῦθεν πόνοις αὐτὴν (τὴν καρδίαν) διασμήχοντος limpiando Dios su corazón mediante aquellas penitencias Cyr.Al.M.69.952B, en v. pas. ἅπαντας ... ἐλευθέρους ἀπέφηνε καὶ διεσμηγμένους a todos los mostró libres y puros Eus.M.23.1292C.
2 quitar, eliminar θέρμος ... τὰ περὶ τὸ δέρμα διασμήχει el altramuz elimina las manchas de la piel Paul.Aeg.7.3.8 (p.215), c. ac. y gen. λύματα τεφρήεντα διασμήχων τρυφαλείης Nonn.D.30.92.
Greek Monotonic
διασμήχω: τρίβω καλά, Παθ. αόρ. αʹ -εσμήχθην, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διασμήχω: протирать, чистить (ἁλσὶν διασμηχθείς Arph.; τὸ ἔκπωμα ἐκτέτριπται καὶ διέσμηκται Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σμήχω goed schrobben.
Middle Liddell
aor1 pass. -εσμήχθην, Ar.
to rub well, Ar.