μεγαλοκευθής: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεγᾰλοκευθής:''' вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.). | |elrutext='''μεγᾰλοκευθής:''' [[вместительный]], [[просторный]] (θάλαμοι Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεγᾰλοκευθής, ές<br />concealing [[much]]: [[capacious]], Pind. | |mdlsjtxt=μεγᾰλοκευθής, ές<br />concealing [[much]]: [[capacious]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.
German (Pape)
[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.
English (Slater)
μεγᾰλοκευθής
1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)
Greek Monolingual
μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].
Greek Monotonic
μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).