ἐπίκυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίκυρτος:''' согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).
|elrutext='''ἐπίκυρτος:''' [[согнутый]], [[сутулый]] (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκυρτος Medium diacritics: ἐπίκυρτος Low diacritics: επίκυρτος Capitals: ΕΠΙΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: epíkyrtos Transliteration B: epikyrtos Transliteration C: epikyrtos Beta Code: e)pi/kurtos

English (LSJ)

ον, A arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ . Plu.2.53c.

German (Pape)

[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκυρτος: согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).