Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίπλεθρος:''' размером или протяжением в два плетра (ок. 61.7 м) Diod., Luc.
|elrutext='''δίπλεθρος:''' [[размером или протяжением в два плетра]] (ок. 61.7 м) Diod., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-πλεθρος, ον <i>adj</i><br />two πλέθρα [[long]] or [[broad]], Luc.
|mdlsjtxt=δί-πλεθρος, ον <i>adj</i><br />two πλέθρα [[long]] or [[broad]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπλεθρος Medium diacritics: δίπλεθρος Low diacritics: δίπλεθρος Capitals: ΔΙΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: díplethros Transliteration B: diplethros Transliteration C: diplethros Beta Code: di/pleqros

English (LSJ)

ον, A two πλέθρα long or broad, Theopomp.Hist.350, Luc.VH1.16. 2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.

German (Pape)

[Seite 640] zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεθρον, = διπλεθρία, Pol. 34, 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δίπλεθρος: -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ εὐρύς, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, διάστημα δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de deux plèthres, de deux arpents.
Étymologie: δίς, πλέθρον.

Spanish (DGE)

-ον
1 de dos pletros ποταμός X.An.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.VH 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.Pun.95.
2 subst. τὸ δ. medida, distancia de dos pletros Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου AP 11.117 (Strat.).

Greek Monolingual

δίπλεθρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον
μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλέθρον.

Greek Monotonic

δίπλεθρος: -ον, αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο πλέθρων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δίπλεθρος: размером или протяжением в два плетра (ок. 61.7 м) Diod., Luc.

Middle Liddell

δί-πλεθρος, ον adj
two πλέθρα long or broad, Luc.