κελευθοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελευθοποιός:''' прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.). | |elrutext='''κελευθοποιός:''' [[прокладывающий дорогу]] (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
όν, A road-making, A.Eu.13.
German (Pape)
[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.
Greek (Liddell-Scott)
κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.
Greek Monolingual
κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτοποιός, κλειθροποιός.
Greek Monotonic
κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.
Middle Liddell
κελευθο-ποιός, όν ποιέω
road-making, Aesch.