οἰκητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκητικός:''' имеющий (постоянное) жилье, оседлый (ζῷα Arst.).
|elrutext='''οἰκητικός:''' [[имеющий]] (постоянное) жилье, оседлый (ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητικός Medium diacritics: οἰκητικός Low diacritics: οικητικός Capitals: ΟΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikētikós Transliteration B: oikētikos Transliteration C: oikitikos Beta Code: oi)khtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A accustomed to a fixed dwelling, τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰ. τὰ δὲ ἄοικα Arist.HA488a21. II used as or suitable for a residence, οἰκία PLond.3.983.2 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 300] der eine Wohnung zu haben pflegt, im Ggstz von ἄοικος, Arist. H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητικός: -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος εἰς σταθερὰν κατοικίαν, τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰκ. τὰ δὲ ἄοικα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27.

Greek Monolingual

οἰκητικός, -ή, -όν (Α) οικητής
1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.)
2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι κατοικήσιμος, κατάλληλος για διαμονή.

Russian (Dvoretsky)

οἰκητικός: имеющий (постоянное) жилье, оседлый (ζῷα Arst.).