νεκροκόσμος: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νεκροκόσμος:''' обряжающий покойников Plut. | |elrutext='''νεκροκόσμος:''' [[обряжающий покойников]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A laying corpses out for burial, Plu.2.994e (fort. -κόμοις).
German (Pape)
[Seite 237] = νεκροκόμος, Plut. de esu carn. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροκόσμος: -ον, ὁ κοσμῶν τοὺς νεκροὺς πρὸς ταφήν, νεκροκόμος, Πλούτ. 2. 994Ε (γράφεται καὶ νεκρόκοσμος).
Greek Monolingual
νεκροκόσμος, -ον (Α)
αυτός που στολίζει τους νεκρούς για ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + κόσμος «στολισμός». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
νεκροκόσμος: обряжающий покойников Plut.