σφονδυλοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfondylodinitos
|Transliteration C=sfondylodinitos
|Beta Code=sfondulodi/nhtos
|Beta Code=sfondulodi/nhtos
|Definition=[ῑ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">twirled by the spindle's whorl</b>, νῆμα <span class="title">AP</span> 6.247 (Phil.).</span>
|Definition=[ῑ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[twirled by the spindle's whorl]], νῆμα <span class="title">AP</span> 6.247 (Phil.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:13, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδῠλοδῑ́νητος Medium diacritics: σφονδυλοδίνητος Low diacritics: σφονδυλοδίνητος Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: sphondylodínētos Transliteration B: sphondylodinētos Transliteration C: sfondylodinitos Beta Code: sfondulodi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, A twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο-δίνητος].

Greek Monotonic

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).

Middle Liddell

σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.