ἐνάμιλλος: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enamillos | |Transliteration C=enamillos | ||
|Beta Code=e)na/millos | |Beta Code=e)na/millos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, (ἅμιλλα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], ον, (ἅμιλλα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[engaged in equal contest with]], [[a match for]], τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>316b</span>, cf.<span class="bibl">Isoc.5.68</span>; ἐ. τινὶ πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>433d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Criti.</span>110e</span>, cf.<span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1283a5</span>; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν <span class="title">IG</span>22.835.12, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Comp.Ag.Gracch.</span>3</span>; <b class="b3">τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις</b> [[on a par with]], <span class="bibl">D.25.54</span>; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.182c</span>. Adv. <b class="b3">-λως, τινί</b> [[equally with]], <span class="bibl">Isoc.12.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:48, 20 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἅμιλλα) A engaged in equal contest with, a match for, τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, cf.Isoc.5.68; ἐ. τινὶ πρός τι Pl.R.433d, Criti.110e, cf.Arist.Pol.1283a5; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν IG22.835.12, cf. Plu.Comp.Ag.Gracch.3; τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις on a par with, D.25.54; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι Jul.Or.6.182c. Adv. -λως, τινί equally with, Isoc.12.7.
German (Pape)
[Seite 826] wetteifernd, im Wettkampf Einem gewachsen, gleich; τοῖς ἡλικιώταις Plat. Prot. 316 c; Isocr. 5, 68 u. öfter; Dem. 25, 54; dem συμβλητόν entsprechend, Arist. polit. 3, 8; πρός τι, Plat. Critia. 110 e u. Sp.; τινός, Plut. Ag. et Graech. 3. – Adv. ἐναμίλλως, τινί, Isocr. 12, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui le dispute à, égal ou comparable à : τινί τι ou τινι εἴς τι, τινί τινος à qqn pour qch.
Étymologie: ἐν, ἅμιλλα.
Spanish (DGE)
-ον
1 que rivaliza o compite con, comparable a
a) c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.Ep.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν IG 22.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.DMort.12.6, cf. Plu.Comp.TG CG 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.Or.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad Arist.Pol.1283a5, cf. Pl.Criti.110e;
b) c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. comparable en, que rivaliza en αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.Brut.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones) Plu.Arat.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.R.433d;
c) sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior), Str.3.2.7.
2 adv. -ως rivalizando con, en igualdad con c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐνάμιλλος, -ον)
αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος.
επίρρ...
εναμίλλως
εφάμιλλα, ισάξια, όμοια.
Greek Monotonic
ἐνάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα), αυτός που μπορεί να αγωνισθεί ή να συγκριθεί με κάποιον, ισοδύναμος, ισάξιος, τινι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάμιλλος: (ᾰ) досл. вступающий или вступивший в соревнование, перен. успешно соперничающий, не уступающий (τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.): δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать.
Middle Liddell
ἐν-ᾰ́μιλλος, ον adj ἅμιλλα
engaged in equal contest with, a match for, τινι Plat.