ἐπιτατικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitatikos
|Transliteration C=epitatikos
|Beta Code=e)pitatiko/s
|Beta Code=e)pitatiko/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ἐπιτείνω)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intensive]], <b class="b3">τὸ δα- ἐ</b>. Sch.<span class="bibl">Theoc.2.14</span>; of [[μᾶλλον]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>223.4</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>632</span> : Comp. -ώτερον <span class="bibl">Vett.Val.117.36</span>.</span>
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ἐπιτείνω)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intensive]], <b class="b3">τὸ δα- ἐ</b>. Sch.<span class="bibl">Theoc.2.14</span>; of [[μᾶλλον]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>223.4</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>632</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Vett.Val.117.36</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:05, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτᾰτικός Medium diacritics: ἐπιτατικός Low diacritics: επιτατικός Capitals: ΕΠΙΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitatikós Transliteration B: epitatikos Transliteration C: epitatikos Beta Code: e)pitatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐπιτείνω) A intensive, τὸ δα- ἐ. Sch.Theoc.2.14; of μᾶλλον, A.D.Conj.223.4. Adv. -κῶς Sch.S.OC632: Comp. -ώτερον Vett.Val.117.36.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰτικός: -ή, -όν, (ἐπιτείνω) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ ἀνεκτικός, «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτατικός, -ή, -ό)
επίταση
αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση
2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου της πρότασης.
επίρρ...
επιτατικώς και -ά
με επίταση, με επαύξηση της επίτασης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰτικός: грам. усилительный (о приставках ἀ-, ζα-).