ἐμπληξία: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[aturdimiento]], [[precipitación]] incontrolada e irracional τοῦ Δημοσθένους Aeschin.3.214, cf. 2.164, ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην) en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza</i> Plu.2.56c, ἡ [[ἀλόγιστος]] ἐ. op. λογισμός D.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.<br /><b class="num">2</b> [[tontería]], [[estupidez]] [[δόξα]] ἐμπληξίας Aristid.<i>Or</i>.11.26, ἐ. γὰρ ἡ [[ἄλογος]] φιλανθρωπία App.<i>Sam</i>.4, ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι Μέτελλος Plu.<i>Cat.Mi</i>.20, cf. <i>Ant</i>.87, Aristid.<i>Or</i>.12.3, Gal.8.691, Herm.<i>Irris</i>.5, Gr.Naz.M.36.160A. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[aturdimiento]], [[precipitación]] incontrolada e irracional τοῦ Δημοσθένους Aeschin.3.214, cf. 2.164, ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην) en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza</i> Plu.2.56c, ἡ [[ἀλόγιστος]] ἐ. op. [[λογισμός]] D.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.<br /><b class="num">2</b> [[tontería]], [[estupidez]] [[δόξα]] ἐμπληξίας Aristid.<i>Or</i>.11.26, ἐ. γὰρ ἡ [[ἄλογος]] φιλανθρωπία App.<i>Sam</i>.4, ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι Μέτελλος Plu.<i>Cat.Mi</i>.20, cf. <i>Ant</i>.87, Aristid.<i>Or</i>.12.3, Gal.8.691, Herm.<i>Irris</i>.5, Gr.Naz.M.36.160A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:45, 22 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A amazement: hence, stupidity, Aeschin.3.214, Aristid. 1.413,427 J., Gal.8.690; ἐ. ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4.4. 2 πολιτείας ἐ. capriciousness of policy, Aeschin.2.164. 3 frantic energy, Plu.2.56c.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληξία: ἡ, θάμβος, ἔκπληξις, Λατ. stupor: ἐντεῦθεν, ἠλιθιότης, ἀφροσύνη, μωρία, Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας ἐμπληξία, ἄλογος ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς πολιτεία, μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 stupidité ; démence;
2 instabilité, inconstance.
Étymologie: ἔμπληκτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aturdimiento, precipitación incontrolada e irracional τοῦ Δημοσθένους Aeschin.3.214, cf. 2.164, ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην) en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza Plu.2.56c, ἡ ἀλόγιστος ἐ. op. λογισμός D.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.
2 tontería, estupidez δόξα ἐμπληξίας Aristid.Or.11.26, ἐ. γὰρ ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4, ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι Μέτελλος Plu.Cat.Mi.20, cf. Ant.87, Aristid.Or.12.3, Gal.8.691, Herm.Irris.5, Gr.Naz.M.36.160A.
Greek Monolingual
ἐμπληξία, η (Α)
1. κατάπληξη
2. ανοησία, μωρία
3. (για την πολιτική) αστάθεια
4. αλόγιστη ενέργεια.
Greek Monotonic
ἐμπληξία: ἡ, κατάπληξη, ηλιθιότητα, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπληξία: ἡ безрассудство, неразумие Aeschin., Plut.