γραολογία: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γρᾱολογία:''' ἡ старушечья болтовня Sext. | |elrutext='''γρᾱολογία:''' ἡ [[старушечья болтовня]] Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A old wife's talk, gossip, γραμματικὴ γ. S.E.M.1.141: pl., Porph. Chr.34.
German (Pape)
[Seite 505] ἡ, Altweibergeschwätz, Sext. Emp. adv. gramm. 141.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾱολογία: ἡ, λόγος, ὀμιλία γραίας, φλυαρία, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 141.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
comadrería γραμματικῆς γραολογίας πλῆρες S.E.M.1.141, plu. Porph.Chr.34.
Greek Monolingual
η (AM γραολογία)
γεροντική φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -λογία.
Russian (Dvoretsky)
γρᾱολογία: ἡ старушечья болтовня Sext.