ὁρμιστηρία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁρμιστηρία:''' ἡ канат для поднятия или подвешивания тяжестей Diod. | |elrutext='''ὁρμιστηρία:''' ἡ [[канат для поднятия или подвешивания тяжестей]] Diod. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A cord or chain for holding fast or hanging up a thing, Ph.Bel.91.12, D.S.17.44.
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, Seil, um Etwas fest, in der Höhe zu erhalten, D. Sic. 17, 44, v.l. ὁρμητηρία.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμιστηρία: ἡ, σχοινίον ἢ ἅλυσις πρὸς πρόσδεσιν ἢ ἐξάρτησιν πράγματός τινος, Διόδ. 17. 44, Φίλων Βελοπ. 91Β.
Greek Monolingual
ὁρμιστηρία, ἡ (Α)
αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])].
Russian (Dvoretsky)
ὁρμιστηρία: ἡ канат для поднятия или подвешивания тяжестей Diod.