θεοσεχθρία: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεοσεχθρία:''' ἡ ненависть к богам, безбожие Arph. | |elrutext='''θεοσεχθρία:''' ἡ [[ненависть к богам]], [[безбожие]] Arph. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεοσ-εχθρία, ἡ, [[ἐχθρός]]<br />[[hatred]] of the gods, Dem. | |mdlsjtxt=θεοσ-εχθρία, ἡ, [[ἐχθρός]]<br />[[hatred]] of the gods, Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A v. θεοισεχθρία; cf. θεοεχθρία.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Gottesfeindschaft, Götterverachtung; Ar. Vesp. 418, l. d.; Archipp. in Schol. zu dieser Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσεχθρία: ἡ, μῖσος πρὸς τοὺς θεούς, ἀσέβεια, Ἄρχιππ. Πλούτῳ 2 (ἔνθα αἱ δύο πρῶται συλλαβαὶ κατὰ συνίζησ.), Δημ. 611. 15· ἐν Ἀριστοφ. Σφηξ. 418 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ θεοισεχθρία, Δινδ., Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. θεοῖς ἐχθρὸς παρὰ Δημ. 371. 11., 611. 15. - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 11, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 557, θεοεχθρία εἶνε ὁ ὑπάρχων τύπος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
haine pour les dieux.
Étymologie: θεός, ἐχθρός.
Greek Monotonic
θεοσεχθρία: ἡ (ἐχθρός), μίσος προς τους θεούς, εχθρότητα, ασέβεια, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
θεοσεχθρία: ἡ ненависть к богам, безбожие Arph.