ὀλιγανδρία: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλῐγανδρία:''' ἡ нехватка людей, недостаток в людях Plut. | |elrutext='''ὀλῐγανδρία:''' ἡ [[нехватка людей]], [[недостаток в людях]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀλῐγανδρία, ἡ,<br />[[scantiness]] of men, Strab. | |mdlsjtxt=ὀλῐγανδρία, ἡ,<br />[[scantiness]] of men, Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγανδρία: ἡ нехватка людей, недостаток в людях Plut.
Middle Liddell
ὀλῐγανδρία, ἡ,
scantiness of men, Strab.