διμοιρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - " of a]]" to "]] of a")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d’une demi-cohorte.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d'une demi-cohorte.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρίτης Medium diacritics: διμοιρίτης Low diacritics: διμοιρίτης Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dimoirítēs Transliteration B: dimoiritēs Transliteration C: dimoiritis Beta Code: dimoiri/ths

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ, A one who receives double pay, PLille 27.3 (iii B. C.), Men.Kol.28 (v. Sch.), Arr.An.7.23.3. 2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1. II leader of a διμοιρία, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5; mate of a ship, Id.JTr.48.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν μερίδιον, λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ ἀρχηγός μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς θεῖον νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'une demi-cohorte.
Étymologie: δίμοιρος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. διμυρ- Gloss.2.57
I milit.
1 soldado de doble paga Arr.An.6.9.3, 7.23.3, BGU 1266.40, 2386.6, PLille 27.3 (todos III a.C.), RFIC 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.Blasph.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.Col.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius, Gloss.l.c., tb. de un marinero, Luc.ITr.48
que recibe doble porción de alimento τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.Sat.15.
2 jefe de media escuadra (cf. διμοιρία I 3) Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, 42.1, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5, Synes.Insomn.13 (p.170).
II ὁ Δ. Dimoirita n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.Anc.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.Ep.96.

Greek Monolingual

ο (AM διμοιρίτης) διμοιρία
αρχηγός διμοιρίας
νεοελλ.
στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία
μσν.
διμορῑται
ονομασία τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας
αρχ.
αυτός που παίρνει διπλό μισθό.

Russian (Dvoretsky)

διμοιρίτης: (ρῑ) получающий двойное жалованье, по друг. командующий половиной мэры (см. μοῖρα) Men., Luc.