κορυβαντιάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[κορυβαντιῶ]] :<br />être agité d’un transport de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
|btext=[[κορυβαντιῶ]] :<br />être agité d'un transport de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠβαντιάω Medium diacritics: κορυβαντιάω Low diacritics: κορυβαντιάω Capitals: ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΑΩ
Transliteration A: korybantiáō Transliteration B: korybantiaō Transliteration C: koryvantiao Beta Code: korubantia/w

English (LSJ)

A celebrate the rites of the Corybantes, to be filled with Corybantic frenzy, Pl.Cri.54d, Smp.215e, Ion 533e, 536c; K. περί τι to be infatuated about a thing, Longin.5: in Ar.V.8, comically, of a drowsy person nodding and suddenly starting up, cf. Plin.HN11.147.

Greek (Liddell-Scott)

Κορῠβαντιάω: μέλλ. -άσω. τελῶ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πληροῦμαι μανίας ἢ ἐνθουσιασμοῦ Κορυβαντικοῦ, Πλάτ. Κρίτων 54D, Συμπ. 215Ε, Ἴων 534Α, 536C· Κ. περί τι, εἶμαι κατενθουσιασμένος καὶ ἔξαλλος ἐπί τινι, Λογγῖν. 5. 1· ― «τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν ὄντων καὶ τοὺς μανικῶς κινουμένους κορυβαντιᾶν φαμὲν» Στράβ. 413· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 8, κωμικῶς ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος ὅστις κατανεύει καὶ αἰφνιδίως πάλιν ἀνεγείρει τὴν κεφαλήν, πρβλ. Πλίν. 11. 54.

Greek Monotonic

Κορῠβαντιάω: μέλ. -άσω, είμαι γεμάτος Κορυβαντική μανία, σε Πλάτ.· στον Αριστοφ., κωμικά, λέγεται για νυσταγμένο άνθρωπο που τινάζεται ξαφνικά.

Middle Liddell

Κορῠβαντιάω, fut. -άσω
to be filled with Corybantic frenzy, Plat.:—in Ar., comically, of a drowsy person suddenly starting up. [from Κορύβας

French (Bailly abrégé)

κορυβαντιῶ :
être agité d'un transport de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Russian (Dvoretsky)

κορῠβαντιάω: справлять обряды корибантов, бесноваться как корибанты Plat., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυβαντιάω [Κορύβας] dansen als Corybanten; uitbr. buiten zichzelf zijn:. κορυβαντιᾷς; ben je niet goed snik? Aristoph. Ve. 8.