πάμφορος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάμφορος -ον [πᾶς, φέρω] alles voortbrengend, vruchtbaar, m. n. van gebieden; overdr.: τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος, ὃ καλεῖται φίλος dat bezit dat het meeste vrucht draagt, dat | |elnltext=πάμφορος -ον [πᾶς, φέρω] alles voortbrengend, vruchtbaar, m. n. van gebieden; overdr.: τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος, ὃ καλεῖται φίλος dat bezit dat het meeste vrucht draagt, dat ‘vriend' genoemd wordt Xen. Mem. 2.4.7. alles meeslepend. Pind. P. 6.13. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr.HP3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7. II bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., π. θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.
German (Pape)
[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.
Greek Monolingual
πάμφορος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει κάθε είδους καρπούς, γονιμότατος
2. αυτός που φέρει μαζί του τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φόρος].
Greek Monotonic
πάμφορος: -ον (φέρω)·
I. αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium ferax, χώρη παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· ένας φίλος λέγεται παμφορώτατον κτῆμα, από Ξεν.
II. αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, πάμφορος χέραδος, ανάμεικτη μάζα από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πάμφορος: или παμφόρος 2 (compar. παμφορώτερος, superl. παμφορώτατος)
1) приносящий все, дающий все плоды, рождающий все (χώρη Her.; γαῖα Aesch.; νῆσος Arst.);
2) благодатный, бесценный (κτῆμα Xen.);
3) все увлекающий с собой (χεράς Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμφορος -ον [πᾶς, φέρω] alles voortbrengend, vruchtbaar, m. n. van gebieden; overdr.: τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος, ὃ καλεῖται φίλος dat bezit dat het meeste vrucht draagt, dat ‘vriend' genoemd wordt Xen. Mem. 2.4.7. alles meeslepend. Pind. P. 6.13.
Middle Liddell
πάμ-φορος, ον, φέρω
I. all-bearing, all-productive, Lat. omnium ferax, χώρη παμφορωτέρη Hdt.; a friend is called παμφορώτατον κτῆμα by Xen.
II. bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pind.