πανίμερος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est tout désir, plein d’amour.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἵμερος]].
|btext=ος, ον :<br />qui est tout désir, plein d'amour.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἵμερος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνῑ́μερος Medium diacritics: πανίμερος Low diacritics: πανίμερος Capitals: ΠΑΝΙΜΕΡΟΣ
Transliteration A: panímeros Transliteration B: panimeros Transliteration C: panimeros Beta Code: pani/meros

English (LSJ)

[ῑ], ον, A all-lovely, prob. in Man.5.78. II burning with desire, ardent, prob. in S.Tr.660 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνίμερος: -ον, ὅλως ἐράσμιος, ἀγαπητός, Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ πλήρης ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, σφόδρα ἐπιθυμῶν, ὅρα πανήμερος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout désir, plein d'amour.
Étymologie: πᾶν, ἵμερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός
2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ-ίμερος)].

Greek Monotonic

πᾰνίμερος: [ῑ], -ον,
I. αγαπητός σε όλους, σε Ανθ.
II. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνίμερος: прелестнейший (κόσμος Anth.).

Middle Liddell

πᾰν-ῑ́μερος, ον,
I. all-lovely, Anth.
II. burning with desire, Soph.