οἰνόεις: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />de vin ; <i>subst. att.</i> ἡ [[οἰνοῦττα]] :<br /><b>1</b> gâteau fait | |btext=όεσσα, όεν;<br />de vin ; <i>subst. att.</i> ἡ [[οἰνοῦττα]] :<br /><b>1</b> gâteau fait d'orge, d'eau, d'huile et de vin;<br /><b>2</b> sorte de plante vénéneuse.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:15, 23 August 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, A of or with wine; v. οἰνοῦττα.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνον ἢ πλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att. ἡ οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d'orge, d'eau, d'huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.
Greek Monolingual
οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Greek Monotonic
οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.