σάκανδρος: Difference between revisions
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σάκανδρος -ου, ὁ [σάκ(κ)ος, ἀνήρ?] | |elnltext=σάκανδρος -ου, ὁ [σάκ(κ)ος, ἀνήρ?] ‘harigheid' (voor mannen?) (d.w.z. behaarde kut). Aristoph. Lys. 824. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A pudenda muliebria, Ar.Lys.824:—so σάκας, ὁ, Hsch.; σάκτας, ὁ, Phot.s.v. σάραβον (= Com.Adesp.1135).
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
Greek (Liddell-Scott)
σάκανδρος: ὁ, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 824· - οὕτω, σάκας, ὁ, Ἡσύχ.· σάκτας, ὁ, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sac;
2 p. anal., pudenda muliebria (AR Lys.).
Étymologie: σάκος, ἀνήρ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. σάκ(κ)ος και β' συνθετικό τη λ. ἀνήρ, ἀνδρός].
Russian (Dvoretsky)
σάκανδρος: ὁ σάκκος 2 + ἀνήρ pudenda muliebria Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάκανδρος -ου, ὁ [σάκ(κ)ος, ἀνήρ?] ‘harigheid' (voor mannen?) (d.w.z. behaarde kut). Aristoph. Lys. 824.