στυππειοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand | |btext=ου (ὁ) :<br />marchand d'étoupes.<br />'''Étymologie:''' [[στυππεῖον]], [[πωλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:23, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A dealer in oakum, Ar.Eq.129, Critias 70D., IG22.1570.24, 1572.8.
Greek (Liddell-Scott)
στυππειοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν στυππεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 129· πρβλ. στύππαξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand d'étoupes.
Étymologie: στυππεῖον, πωλέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής στυππείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -πώλης].
Greek Monotonic
στῡππειοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται, πουλάει στουπί, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυππειοπώλης -ου, ὁ [στυππεῖον, πωλέω] touwwerkverkoper.
Middle Liddell
στῡππειο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in oakum, Ar.