συγκαταφέρω: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force | |btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d'un courant : [[τί]] τινι une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταφέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:35, 23 August 2022
English (LSJ)
A carry down with other things, Id.2.994d: —Pass., to be carried down together, Arist.Pr.931b21, Mete.357a17, LXX Is.30.30, Hld.8.16; σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς sink down with . ., D.S.16.12; of arteries, etc., take the same course as, c. dat., Gal.2.376, 18(1).653; σ. δόξῃ περί τινος to be carried away by an opinion, Plb.10.5.9, cf. 33.18.11.
German (Pape)
[Seite 966] (s. φέρω), mit, zugleich, zusammen heruntertragen, pass. zusammen herunterkommen, sich vereinigen, beistimmen, τινί, z. B. τῇ δόξῃ περί τινος, Pol. 10, 5, 9; συγκατηνέχθησαν ἐπὶ τὸ γράφειν δόγμα τοιοῦτον, 33, 16, 11.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφέρω: φέρω πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, συγκατέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, καταπίπτω ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ περί τινος, συνενοῦμαι, συμβαδίζω, συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. συγκατοίσω, etc.
faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d'un courant : τί τινι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, καταφέρω.
Greek Monolingual
ΜΑ καταφέρω, -ομαι]
παθ. συγκαταφέρομαι
κατέρχομαι με άλλον, φέρομαι προς τα κάτω μαζί («ὥς ὕδωρ καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)
αρχ.
1. φέρω μαζί προς τα κάτω
2. παθ. (για αρτηρία) παίρνω την ίδια κατεύθυνση με άλλον
3. βοηθώ σε κηδεία, πιθ. με οικονομική συνδρομή
4. φρ. α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — πέφτω λόγω ισχυρού χτυπήματος (Διόδ.)
β) «συγκαταφερομαι δόξῃ περί τινος» — συμφωνώ με κάποιον (Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
συγκαταφέρω: вместе уносить, увлекать (συγκαταφέρεσθαι ὑπὸ τῶν ποταμῶν Arst.): σ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. стремительно нести с собою; συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ δόξῃ Polyb. увлеченный всеобщим мнением; συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. он упал под тяжестью удара.