φιλοφρονέω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
mNo edit summary
m (Text replacement - "d’" to "d'")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><i>d’ord. au Moy.</i> [[φιλοφρονέομαι]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><i>d'ord. au Moy.</i> [[φιλοφρονέομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:41, 23 August 2022

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
d'ord. au Moy. φιλοφρονέομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφρονέω: Plut. = φιλοφρονέομαι.

Greek Monolingual

φιλοφρονῶ, φιλοφρονέω, ΝΜΑ φιλόφρων, -ονος]
φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.)
2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ
3. (αμτβ.) είμαι ευδιάθετος
4. φρ. α) «φιλοφρονοῦμαι θυμῷ» — πράττω, ενεργώ κατά βούληση άλλου (Πλάτ.)
β) «φιλοφρονοῦμαι ἤθη κακά» — ενστερνίζομαι κακά ήθη (Πλάτ.).