δομαῖος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=domaios | |Transliteration C=domaios | ||
|Beta Code=domai=os | |Beta Code=domai=os | ||
|Definition=α, ον, (δομή) | |Definition=α, ον, (δομή) <b class="b2">for building:</b> [[δομαῖοι]] (sc. [[λίθοι]]) [[foundation-stones]], <span class="bibl">A.R.1.737</span>; δ. λᾶα <span class="title">APl.</span>4.279. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:25, 23 August 2022
English (LSJ)
α, ον, (δομή) for building: δομαῖοι (sc. λίθοι) foundation-stones, A.R.1.737; δ. λᾶα APl.4.279.
German (Pape)
[Seite 655] zum Bau gehörig; λίθος, Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.
Greek (Liddell-Scott)
δομαῖος: -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν κατάλληλος, δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les constructions ; οἱ δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.
Étymologie: δόμος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Paul.Sil.Ambo 187
1 propio para la construcción λᾶας AP 16.279, κρηπίς Paul.Sil.l.c.
2 subst. ὁ δ. construcción, cimiento βάλλοντο δομαίους pusieron cimientos A.R.1.737, cf. Nonn.D.5.63, ἐπυργώσαντο λινοπλέκτοισι δομαίοις Nonn.D.26.56, cf. 37.99, Hsch.
Greek Monolingual
δομαῖος -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία
2. οἱ δομαῖοι (ενν. λίθοι)
οι θεμέλιοι λίθοι.
Greek Monotonic
δομαῖος: -α, -ον (δομή), κατάλληλος για οικοδόμηση, χτίσιμο, θεμέλιος, σε Ανθ.