λιπαραυγής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liparavgis | |Transliteration C=liparavgis | ||
|Beta Code=liparaugh/s | |Beta Code=liparaugh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[bright-beaming]], πορθμίδες <span class="bibl">Philox.3.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:15, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, bright-beaming, πορθμίδες Philox.3.1.
German (Pape)
[Seite 50] ές, hell glänzend, leuchtend, πορθμίδες, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 a.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰραυγής: -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α.
Greek Monolingual
λιπαραυγής, -ές (Α)
αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + -αυγής (< αὐγή ἡ ή αὖγος τὸ), πρβλ. λυκαυγής, πυραυγής].