λογευτής: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logeftis | |Transliteration C=logeftis | ||
|Beta Code=logeuth/s | |Beta Code=logeuth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[tax-collector]], ib.<span class="bibl">9.2</span>, al. (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">Ostr.</span>318</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>90</span> (i B. C.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λογευτής]], ὁ (Α) [[λογεύω]]<br />[[κρατικός]] [[υπάλληλος]] στην Αίγυπτο, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[συγκέντρωση]] τών φόρων. | |mltxt=[[λογευτής]], ὁ (Α) [[λογεύω]]<br />[[κρατικός]] [[υπάλληλος]] στην Αίγυπτο, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[συγκέντρωση]] τών φόρων. | ||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 24 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, tax-collector, ib.9.2, al. (iii B. C.), Ostr.318, PTeb.90 (i B. C.), etc.
Greek Monolingual
λογευτής, ὁ (Α) λογεύω
κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, του οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων.