ἔπανδρος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epandros | |Transliteration C=epandros | ||
|Beta Code=e)/pandros | |Beta Code=e)/pandros | ||
|Definition=ον, (ἀνήρ) | |Definition=ον, (ἀνήρ) [[manly]], Demad.37, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις <span class="bibl">D.S.4.50</span>; ἐργασία <span class="title">IG</span>4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. [[masculine spirit]], <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>20</span>; [[ἔργα]] Hierocl.<span class="bibl">p.63</span> A. (Comp.). Adv. -δρως <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.107</span>; ἀγωνίσασθαι <span class="title">CIG</span>4239 (Tlos), cf. <span class="title">SIG</span>709.6 (Cherson., ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ) manly, Demad.37, Phld.Ir.p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις D.S.4.50; ἐργασία IG4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. masculine spirit, Corn.ND20; ἔργα Hierocl.p.63 A. (Comp.). Adv. -δρως S.E.M.11.107; ἀγωνίσασθαι CIG4239 (Tlos), cf. SIG709.6 (Cherson., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 901] mannhaft, einem Manne geziemend, πρᾶξις D. Sic. 4, 50; μουσική Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀνδρικός, Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239.
Greek Monolingual
ἔπανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον
ανδρικό, αρρενωπό παράστημα.
επίρρ...
ἐπάνδρως
ανδρικά, γενναία, με ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ανδρος (< ανήρ), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άνανδρος, εύανδρος)].
Russian (Dvoretsky)
ἔπανδρος: мужской, подобающий мужчине, мужественный (πρᾶξις Diod.; μουσική Sext.).