ἀκατασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataskeyastos
|Transliteration C=akataskeyastos
|Beta Code=a)kataskeu/astos
|Beta Code=a)kataskeu/astos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not properly prepared]], φάρμακον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.16.6</span>; [[unwrought]], [[unformed]], γῆ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>1.2</span>; <b class="b3">ἡ ἀ</b>. [[chaos]], ''1''<span class="title">Enoch</span> 21.1; [[unpolished]], [[unartificial]], <b class="b3">ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ</b>. Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>218. Adv. -τως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>15</span>.</span>
|Definition=ον, [[not properly prepared]], φάρμακον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.16.6</span>; [[unwrought]], [[unformed]], γῆ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>1.2</span>; <b class="b3">ἡ ἀ</b>. [[chaos]], ''1''<span class="title">Enoch</span> 21.1; [[unpolished]], [[unartificial]], <b class="b3">ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ</b>. Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>218. Adv. -τως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>15</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασκεύαστος Medium diacritics: ἀκατασκεύαστος Low diacritics: ακατασκεύαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akataskeúastos Transliteration B: akataskeuastos Transliteration C: akataskeyastos Beta Code: a)kataskeu/astos

English (LSJ)

ον, not properly prepared, φάρμακον Thphr.HP9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. -τως D.H.Is.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.

Spanish (DGE)

-ον
I no equipado, sin armar de un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
sin prueba Origenes Cels.4.58.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).