ἀναμίσγω: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamisgo | |Transliteration C=anamisgo | ||
|Beta Code=a)nami/sgw | |Beta Code=a)nami/sgw | ||
|Definition=poet. and Ion. for | |Definition=poet. and Ion. for ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα <span class="bibl">Od.10.235</span>; αἷμα δακρύοισι <span class="bibl">Tim.<span class="title">Fr.</span>7</span>:—Med., [[have intercourse with]], τινί <span class="bibl">Hdt.1.199</span>:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.<span class="title">Aet.Fr.</span>7.3 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:12, 24 August 2022
English (LSJ)
poet. and Ion. for ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.
German (Pape)
[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίσγω: ποιητ. καὶ Ἴων. ἀντὶ ἀναμίγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Ὀδ. Κ. 235· ἀμμίσγω Ἐμπεδ. 47 Sturz.: - Μέσ., ἀναμιγνύομαι, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τήσι ἄλλῃσι Ἡρόδ. 1. 199.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 mêler : τινί τι OD une chose à une autre;
2 avoir des relations avec τινι.
Étymologie: cf. ἀναμίγνυμι.
English (Autenrieth)
aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.
Spanish (DGE)
mezclar c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα Od.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, αἷμα δακρύοισι Tim.4.3
•en v. med. mezclarse, entremezclarse abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται ἄτη Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, γέλως λύπῃ Call.Fr.24.3
•fig. relacionarse socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199.
Greek Monolingual
ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].
Greek Monotonic
ἀναμίσγω: ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμίσγω: Hom., Her., поэт. ἀμμίσγω Emped. = ἀναμίγνυμι.