ὑπομέλας: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "β" to "β") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypomelas | |Transliteration C=ypomelas | ||
|Beta Code=u(pome/las | |Beta Code=u(pome/las | ||
|Definition=[[μέλαινα]], [[μέλᾰν]], | |Definition=[[μέλαινα]], [[μέλᾰν]], [[blackish]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>.β, Gal.16.714, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.15</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:09, 24 August 2022
English (LSJ)
μέλαινα, μέλᾰν, blackish, Hp.Epid.1.26.β, Gal.16.714, Aret.SD1.15.
German (Pape)
[Seite 1225] -μέλαινα, -μέλαν, etwas schwarz, schwärzlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομέλᾱς: -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι μέλας, μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10
Greek Monolingual
-αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑ
μαυρειδερός
νεοελλ.
φρ. «υπομέλας τόπος»
ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά της 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μέλας «μαύρος». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].