ὑποχθόνιος: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypochthonios | |Transliteration C=ypochthonios | ||
|Beta Code=u(poxqo/nios | |Beta Code=u(poxqo/nios | ||
|Definition=η, ον, Call. (v. infr.): (χθών):— | |Definition=η, ον, Call. (v. infr.): (χθών):—[[under the earth]], [[subterranean]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>141</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιχθ-]]), <span class="bibl">A.R.1.647</span>, etc.; <b class="b3">θεοῖς ὑ</b>. <b class="b2">Rendic. Pont.Accad</b>. III vol.<span class="bibl">6.43</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>58</span>; ἴθ' ὑποχθόνιοι <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span> 515</span> (anap.); <b class="b3">γύπῃ ὑπ[οχθονίῃ</b>] Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2080.73 ( = <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>172</span>); <b class="b3">ἐχώρει -ιος</b>, of one entering the cave of Trophonius, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.19</span>; ὑ. γενέσθαι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>22</span>: cf. [[καταχθόνιος]], [[χθόνιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:09, 24 August 2022
English (LSJ)
η, ον, Call. (v. infr.): (χθών):—under the earth, subterranean, Hes.Op.141 (v.l. ἐπιχθ-), A.R.1.647, etc.; θεοῖς ὑ. Rendic. Pont.Accad. III vol.6.43, cf. Phld.Piet.58; ἴθ' ὑποχθόνιοι E.Andr. 515 (anap.); γύπῃ ὑπ[οχθονίῃ] Call.Aet.Oxy.2080.73 ( = Fr.172); ἐχώρει -ιος, of one entering the cave of Trophonius, Philostr.VA8.19; ὑ. γενέσθαι Luc.Cont.22: cf. καταχθόνιος, χθόνιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχθόνιος: ίη, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 172· (χθών)· ― ὁ ὑπὸ τὴν χθόνα, ὑπόγειος, ἐπὶ τῶν θεῶν τοῦ ᾅδου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 140 (ἕτερα Ἀντίγραφα ἐπιχθ-), Εὐριπ. Ἀνδρ. 515, κλπ.· ὑπ. γενέσθαι Λουκιαν. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22· πρβλ. καταχθόνιος, χθόνιος.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. α, ον :
qui est sous la terre ou dans les enfers, souterrain.
Étymologie: ὑπό, χθών.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποχθόνιος, -ίη, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα»)
2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιος («υποχθόνιος άνθρωπος»)
β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις»)
αρχ.
1. (για τους θεούς του Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται», Ησίοδ.)
2. ο θαμμένος κάτω από την γη
3. (κατ' επέκτ.) νεκρός.
επίρρ...
υποχθονίως και υποχθόνια Ν
1. υπογείως
2. κρυφά, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χθόνιος (< χθων, χθονός «γη, έδαφος»), πρβλ. καταχθόνιος.
Greek Monotonic
ὑποχθόνιος: -ίη, -ον (χθών), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, έδαφος, υπόγειος, σε Ησίοδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχθόνιος: находящийся в подземном царстве, подземный (μάκαρες θνητοί Hes.): ὑ. ἰέναι Eur. отправляться в подземное царство, умирать; ὑποχθόνιοι γενόμενοι Luc. умершие.
Middle Liddell
χθών
under the earth, subterranean, Hes., Eur., Anth.