φρύγιος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frygios | |Transliteration C=frygios | ||
|Beta Code=fru/gios | |Beta Code=fru/gios | ||
|Definition=α, ον, [[dry]], Hsch. | |Definition=α, ον, [[dry]], Hsch. See also [[Φρύγιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:34, 24 August 2022
English (LSJ)
α, ον, dry, Hsch. See also Φρύγιος.
German (Pape)
[Seite 1311] dürr, trocken, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγιος: [ῡ], -α, -ον, (φρύγω) «ξηρὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγ-ιος)].
(II)
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.