μελίφθογγος: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μελίφθογγος]], -ον | |sltr=[[μελίφθογγος]], -ον</b> [[honey]]-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου [[ποτὶ]] Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:30, 3 September 2022
English (LSJ)
ον, honey-voiced, Μοῖσαι, ἀοιδαί, Pi.O.6.21, I.2.7.
German (Pape)
[Seite 125] dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μελίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν μελιτώδη, ἡδεῖαν, Μοῖσαι, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 6. 36, Ι. 2. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φθέγγω.
English (Slater)
μελίφθογγος, -ον honey-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίφθογγος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλίφθογγος, λαθίφθογγος)].
Greek Monotonic
μελίφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν μέλι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μελίφθογγος: (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).