συμπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[συμπρέπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[befit]] βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)
|sltr=[[συμπρέπω]] [[befit]] βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:35, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρέπω Medium diacritics: συμπρέπω Low diacritics: συμπρέπω Capitals: ΣΥΜΠΡΕΠΩ
Transliteration A: symprépō Transliteration B: symprepō Transliteration C: symprepo Beta Code: sumpre/pw

English (LSJ)

befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.

German (Pape)

[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.

English (Slater)

συμπρέπω befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)

Greek Monolingual

ΜΑ
ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ.
β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»].

Greek Monotonic

συμπρέπω: ταιριάζω, αρμόζω, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρέπω [σύν, πρέπω] passen bij, in overeenstemming zijn met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπρέπω: приличествовать, подобать, соответствовать (τινί Pind., Plut.).

Middle Liddell

to befit, beseem, Pind.