μεγαλαυχώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) [[μεγάλαυχος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]] (α. «ἡ [[γλώσσα]] μικρὸν [[μέλος]] ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ<br />β. «κατὰ [[πάντα]] δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[καύχημα]] («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν [[ὄφελος]] κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς | |mltxt=(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) [[μεγάλαυχος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]] (α. «ἡ [[γλώσσα]] μικρὸν [[μέλος]] ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ<br />β. «κατὰ [[πάντα]] δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[καύχημα]] («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν [[ὄφελος]] κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾶς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 9 September 2022
Greek Monolingual
(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) μεγάλαυχος
καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ
β. «κατὰ πάντα δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν ὄφελος κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾶς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.).