ἀσφαλτίτης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " L.]] " to "]] L. ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[la que no resbala o no falla]] n. de la última vértebra lumbar, Poll.2.179; cf. [[ἀσφαλτίας]].<br /><b class="num">2</b> bot. [[higueruela]], [[trébol hediondo]], [[Psoralea bituminosa L.]] πόα ἀ. Philum. en Orib.45.29.28.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[la que no resbala o no falla]] n. de la última vértebra lumbar, Poll.2.179; cf. [[ἀσφαλτίας]].<br /><b class="num">2</b> bot. [[higueruela]], [[trébol hediondo]], [[Psoralea bituminosa]] L. πόα ἀ. Philum. en Orib.45.29.28.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀσφαλτίτης]], ο και ἀσφαλτῑτις, η)<br />αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[λίμνη]] Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα<br /><b>2.</b> «ἀσφαλτῑτις πόα» — το [[τριφύλλι]].
|mltxt=ο (Α [[ἀσφαλτίτης]], ο και ἀσφαλτῑτις, η)<br />αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[λίμνη]] Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα<br /><b>2.</b> «ἀσφαλτῑτις πόα» — το [[τριφύλλι]].
}}
}}

Revision as of 08:56, 10 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτίτης Medium diacritics: ἀσφαλτίτης Low diacritics: ασφαλτίτης Capitals: ΑΣΦΑΛΤΙΤΗΣ
Transliteration A: asphaltítēs Transliteration B: asphaltitēs Transliteration C: asfaltitis Beta Code: a)sfalti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. ἀσφαλτῖτις, ιδος, A bituminous, βῶλος Str.7.5.8; λίμνη Ἀ. the Dead Sea, D.S.19.98, cf. J.BJ1.33.5; πόα, = ἀσφάλτιον, Philum. ap. Orib.45.29.27, Archig. ap. Aët.5.84. II v. ἀσφαλτίας.

German (Pape)

[Seite 381] erdharzig, asphaltisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, ἀσφαλτώδης, καιομένης, ὡς εἰκός, τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· λίμνη Ἀσφαλτῖτις, ἡ Νεκρὰ θάλασσα, Διόδ. 19, 98.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 anat. la que no resbala o no falla n. de la última vértebra lumbar, Poll.2.179; cf. ἀσφαλτίας.
2 bot. higueruela, trébol hediondo, Psoralea bituminosa L. πόα ἀ. Philum. en Orib.45.29.28.

Greek Monolingual

ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η)
αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης
αρχ.
φρ.
1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα
2. «ἀσφαλτῑτις πόα» — το τριφύλλι.