ἀρτοπώλιον: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρτοπώλιον:''' τό булочная Arph. | |elrutext='''ἀρτοπώλιον:''' τό [[булочная]] Arph. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀρτόπωλις]]<br />a [[baker]]'s [[shop]], [[bakery]], Ar. | |mdlsjtxt=[from [[ἀρτόπωλις]]<br />a [[baker]]'s [[shop]], [[bakery]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 13 September 2022
English (LSJ)
τό, baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.
German (Pape)
[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.
Greek Monolingual
ἀρτοπώλιον, το (Α) αρτόπωλις
το αρτοπωλείο.
Greek Monotonic
ἀρτοπώλιον: τό, αρτοποιείο, φούρνος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτοπώλιον: τό булочная Arph.