δοξάριον: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δοξάριον:''' τό небольшая или жалкая слава Isocr., Luc. | |elrutext='''δοξάριον:''' τό [[небольшая или жалкая слава]] Isocr., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 13 September 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of δόξα, Arr.Epict.2.22.11, Luc.Peregr.8.
German (Pape)
[Seite 657] τό, dim. von δόξα, kleiner, nichtiger Ruhm; Isocr. ep. 10, 1; Luc. D. M. 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δοξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόξα, Λατ. gloriola, Ἰσοκρ. Ἐπ. 10, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 11.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite gloire, gloriole.
Étymologie: δόξα.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 honor, dignidad o cargo de poca importancia pero valorado por vanidad βάλε κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.Epict.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.Ench.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.DMort.26.2, cf. Peregr.8, τὸ δοξάριον τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.Ep.178.10, M.37.844A, Origenes Cels.3.9.
2 opinión c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21.
Greek Monolingual
δοξάριον, το (Α)
1. ανάξια λόγου τιμητική διάκριση, ασήμαντο αξίωμα
2. ασήμαντη δοξασία, θεωρία, διδασκαλία.
Russian (Dvoretsky)
δοξάριον: τό небольшая или жалкая слава Isocr., Luc.