ἀνασεύομαι: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνασεύομαι:''' Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..[[ἀνέσσυτο]], το [[αίμα]] ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀνασεύομαι:''' Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα.. [[ἀνέσσυτο]], το [[αίμα]] ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:25, 21 September 2022
English (LSJ)
Pass., only aor., αἷμα . . ἀνέσσυτο the blood sprang forth, spouted up, Il.11.458.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασεύομαι: (ἴδε σεύω), παθ., εὕρηται δὲ μόνον ἐν τῷ συγκεκομ. ἀορ., αἷμα.. ἀνέσσυτο, τὸ αἷμα ἀνεπήδησεν, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Λ. 458.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. 3ᵉ sg. ἀνέσσυτο;
jaillir.
Étymologie: ἀνά, σεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀνέσσῠτο Il.11.458]
brotar, saltar, surgir, αἷμα Il.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.D.42.441.
Greek Monotonic
ἀνασεύομαι: Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα.. ἀνέσσυτο, το αίμα ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασεύομαι: брызгать (αἷμα ἀνέσσῠτο Hom.).
Middle Liddell
Pass., only in syncop. aor2, αἷμα ἀνέσσυτο the blood sprang forth, spouted up, Il.