διάσπασις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dia/spasis
|Beta Code=dia/spasis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tear]]ing [[asunder]], [[forcible]] [[separation]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span> 313b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mete.</span>372b19</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lass.</span>18</span>, cj.in <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.44U.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[gap]], Plu.2.721a.</span>
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tear]]ing [[asunder]], [[forcible]] [[separation]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span> 313b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mete.</span>372b19</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lass.</span>18</span>, cj.in <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.44U.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[gap]], Plu.2.721a.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[separación]], [[escisión de los cuerpos materiales]] ἐὰν ... ὑπερβάλλῃ ἡ ἰσχὺς ... ἐν τῷ συνεχεῖ πρὸς τὴν διάσπασιν καὶ διαίρεσιν si la fuerza que en un continuo se opone a la separación y a la división</i> Arist.<i>Cael</i>.313<sup>b</sup>20, ἡ τομὴ καὶ ἡ δ. ὕλης ἐστι πάθος el corte y la separación afectan a la materia</i> Plot.2.4.4, cf. Thphr.<i>Lass</i>.18<br /><b class="num">•</b>[[separación]], [[disipación]] de las nubes, op. [[σύστασις]] ‘[[condensación]]’, Arist.<i>Mete</i>.372<sup>b</sup>19, cf. Alex.Aphr.<i>in Mete</i>.143.28, Olymp.<i>in Mete</i>.231.10.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />déchirure ; lacune, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[διασπάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />déchirure ; lacune, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[διασπάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[separación]], [[escisión de los cuerpos materiales]] ἐὰν ... ὑπερβάλλῃ ἡ ἰσχὺς ... ἐν τῷ συνεχεῖ πρὸς τὴν διάσπασιν καὶ διαίρεσιν si la fuerza que en un continuo se opone a la separación y a la división</i> Arist.<i>Cael</i>.313<sup>b</sup>20, ἡ τομὴ καὶ ἡ δ. ὕλης ἐστι πάθος el corte y la separación afectan a la materia</i> Plot.2.4.4, cf. Thphr.<i>Lass</i>.18<br /><b class="num">•</b>[[separación]], [[disipación]] de las nubes, op. [[σύστασις]] ‘[[condensación]]’, Arist.<i>Mete</i>.372<sup>b</sup>19, cf. Alex.Aphr.<i>in Mete</i>.143.28, Olymp.<i>in Mete</i>.231.10.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάσπᾰσις Medium diacritics: διάσπασις Low diacritics: διάσπασις Capitals: ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ
Transliteration A: diáspasis Transliteration B: diaspasis Transliteration C: diaspasis Beta Code: dia/spasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A tearing asunder, forcible separation, Arist.Cael. 313b20, Mete.372b19, Thphr.Lass.18, cj.in Epicur.Ep.2p.44U. II gap, Plu.2.721a.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
separación, escisión de los cuerpos materiales ἐὰν ... ὑπερβάλλῃ ἡ ἰσχὺς ... ἐν τῷ συνεχεῖ πρὸς τὴν διάσπασιν καὶ διαίρεσιν si la fuerza que en un continuo se opone a la separación y a la división Arist.Cael.313b20, ἡ τομὴ καὶ ἡ δ. ὕλης ἐστι πάθος el corte y la separación afectan a la materia Plot.2.4.4, cf. Thphr.Lass.18
separación, disipación de las nubes, op. σύστασιςcondensación’, Arist.Mete.372b19, cf. Alex.Aphr.in Mete.143.28, Olymp.in Mete.231.10.

Greek (Liddell-Scott)

διάσπᾰσις: -εως, ἡ, βίαιος διαχωρισμός, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 5, Μετεωρ. 3. 3, 5· ἀντίθ. κάταξις καὶ θλάσις. ΙΙ. χάσμα, Πλούτ. 2. 721Α·‒ οὕτω διάσπασμα, τό, ὁ αὐτ. Αἰμιλ. 20, κτλ.· καὶ διασπασμός, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 129Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déchirure ; lacune, intervalle.
Étymologie: διασπάω.

Russian (Dvoretsky)

διάσπᾰσις: εως ἡ
1) разрежение, рассеяние Arst.;
2) разрыв, пробел, промежуток, Plut.

Greek Monolingual

η (AM διάσπασις)
βίαιος διαχωρισμός
νεοελλ.
1. διχασμός λόγω διχόνοιας, διαφοράς αντιλήψεων ή συμφερόντων
2. πρόκληση ρήγματος («η διάσπαση του μετώπου, του κόμματος, της παράταξης κ.λπ.»)
3. λύση της συνοχής
4. φυσ. μετασχηματισμός κατά τον οποίο, πυρήνες ενός στοιχείου μετατρέπονται σε πυρήνες απλούστερων στοιχείων με ταυτόχρονη εκπομπή ακτινοβολίας
5. χημ. η αποσύνθεση, ο χωρισμός τών στοιχείων μιας χημικής ένωσης
6. «ψυχολογική διάσπαση» — απώλεια κάθε δεσμού μεταξύ τών στοιχείων της ψυχικής ζωής (κατά την αναισθησία, αμνησία, κ.λπ.)
7. «διάσπαση προσωπικότητας» — η απώλεια σύνδεσης τών διανοητικών, συναισθηματικών στοιχείων και της συμπεριφοράς του πάσχοντος
αρχ.
χάσμα, κενό.