Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἰσχυντηρός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ai)sxunthro/s
|Beta Code=ai)sxunthro/s
|Definition=ά, όν, = [[αἰσχυντηλός]], in Comp., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>487b</span>.
|Definition=ά, όν, = [[αἰσχυντηλός]], in Comp., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>487b</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ά, -όν<br />[[pudoroso]], [[púdico]], [[γυνή]] [[LXX]] <i>Si</i>.26.15, cf. Herm.<i>Mand</i>.6.2, Moer.α 55.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχυντηρός''': αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]] περὶ τοῦ τίς [[εἶναι]] ὁ Ἀττικώτερος [[τύπος]] Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).
|lstext='''αἰσχυντηρός''': αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]] περὶ τοῦ τίς [[εἶναι]] ὁ Ἀττικώτερος [[τύπος]] Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ά, -όν<br />[[pudoroso]], [[púdico]], [[γυνή]] [[LXX]] <i>Si</i>.26.15, cf. Herm.<i>Mand</i>.6.2, Moer.α 55.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηρός Medium diacritics: αἰσχυντηρός Low diacritics: αισχυντηρός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡΟΣ
Transliteration A: aischyntērós Transliteration B: aischyntēros Transliteration C: aischyntiros Beta Code: ai)sxunthro/s

English (LSJ)

ά, όν, = αἰσχυντηλός, in Comp., Pl.Grg.487b.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
pudoroso, púdico, γυνή LXX Si.26.15, cf. Herm.Mand.6.2, Moer.α 55.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηρός: αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει ἀμφιβολία περὶ τοῦ τίς εἶναι ὁ Ἀττικώτερος τύπος Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).

Greek Monolingual

-ά, -όν (Α)
ο αισχυντηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντηρός: -ά, -όν = αἰσχυντηλός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηρός: Plat. = αἰσχυντηλός.

Middle Liddell

= αἰσχυντηλός, Plat.]