ἀμετάστατος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)meta/statos
|Beta Code=a)meta/statos
|Definition=ον, [[unchangeable]], [[unchanging]], ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>361c</span>; of ideas, ib.<span class="bibl">378e</span>; τὸ ἀυετάστατον [[uniformity]], Plu.2.135b. Adv. -τως <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span>3.22D.</span>, etc.
|Definition=ον, [[unchangeable]], [[unchanging]], ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>361c</span>; of ideas, ib.<span class="bibl">378e</span>; τὸ ἀυετάστατον [[uniformity]], Plu.2.135b. Adv. -τως <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span>3.22D.</span>, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. [[estable]], [[que no cambia]], [[inmutable]] ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.<i>R</i>.361c, de las ideas ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι Pl.<i>R</i>.378e, [[εἱμαρμένη]] ἀ. καὶ [[ἀμετάθετος]] Plu.2.675b, [[διαφορά]] Ptol.<i>Iudic</i>.11.17, [[ἀρετή]] Asp.<i>in EN</i> 38.33, μόνιμον βέβαιον, στάσιμον, ἀ. Poll.5.169, cf. 6.116, ἡ δ' (<i>sc</i>. μετουσία) [[ἀμετάστατος]] ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς la otra (la participación) está establecida en las almas de manera inmutable</i> Iambl.<i>Myst</i>.1.5, τάξις Procl.<i>in Euc</i>.90.23, ἡ μόνιμος ... καὶ ἀ. καὶ ἀκλινὴς ἰδέα τῆς γῆς Procl.<i>in Ti</i>.2.45.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser eliminado]] gram. [[inamovible]] ([[ἄρθρον]]) κλιθὲν ἀμετάστατόν ἐστι τῆς συντάξεως si se declina (el grupo de artículo + inf.) no es eliminable en la construcción</i> A.D.<i>Synt</i>.34.8.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. [[uniformidad]] τὸ ἀ. τοῦτο ... ἐν τροφαῖς καὶ ἀποχαῖς Plu.2.135b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inmutable]], [[estable]], [[firmemente]] Procl.<i>in Ti</i>.3.21.10, 22.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεθίστημι]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεθίστημι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. [[estable]], [[que no cambia]], [[inmutable]] ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.<i>R</i>.361c, de las ideas ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι Pl.<i>R</i>.378e, [[εἱμαρμένη]] ἀ. καὶ [[ἀμετάθετος]] Plu.2.675b, [[διαφορά]] Ptol.<i>Iudic</i>.11.17, [[ἀρετή]] Asp.<i>in EN</i> 38.33, μόνιμον βέβαιον, στάσιμον, ἀ. Poll.5.169, cf. 6.116, ἡ δ' (<i>sc</i>. μετουσία) [[ἀμετάστατος]] ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς la otra (la participación) está establecida en las almas de manera inmutable</i> Iambl.<i>Myst</i>.1.5, τάξις Procl.<i>in Euc</i>.90.23, ἡ μόνιμος ... καὶ ἀ. καὶ ἀκλινὴς ἰδέα τῆς γῆς Procl.<i>in Ti</i>.2.45.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser eliminado]] gram. [[inamovible]] ([[ἄρθρον]]) κλιθὲν ἀμετάστατόν ἐστι τῆς συντάξεως si se declina (el grupo de artículo + inf.) no es eliminable en la construcción</i> A.D.<i>Synt</i>.34.8.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. [[uniformidad]] τὸ ἀ. τοῦτο ... ἐν τροφαῖς καὶ ἀποχαῖς Plu.2.135b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inmutable]], [[estable]], [[firmemente]] Procl.<i>in Ti</i>.3.21.10, 22.15.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστατος Medium diacritics: ἀμετάστατος Low diacritics: αμετάστατος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: ametástatos Transliteration B: ametastatos Transliteration C: ametastatos Beta Code: a)meta/statos

English (LSJ)

ον, unchangeable, unchanging, ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀυετάστατον uniformity, Plu.2.135b. Adv. -τως Procl.in Ti.3.22D., etc.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fil. estable, que no cambia, inmutable ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c, de las ideas ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι Pl.R.378e, εἱμαρμένη ἀ. καὶ ἀμετάθετος Plu.2.675b, διαφορά Ptol.Iudic.11.17, ἀρετή Asp.in EN 38.33, μόνιμον βέβαιον, στάσιμον, ἀ. Poll.5.169, cf. 6.116, ἡ δ' (sc. μετουσία) ἀμετάστατος ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς la otra (la participación) está establecida en las almas de manera inmutable Iambl.Myst.1.5, τάξις Procl.in Euc.90.23, ἡ μόνιμος ... καὶ ἀ. καὶ ἀκλινὴς ἰδέα τῆς γῆς Procl.in Ti.2.45.
2 que no puede ser eliminado gram. inamovible (ἄρθρον) κλιθὲν ἀμετάστατόν ἐστι τῆς συντάξεως si se declina (el grupo de artículo + inf.) no es eliminable en la construcción A.D.Synt.34.8.
3 subst. τὸ ἀ. uniformidad τὸ ἀ. τοῦτο ... ἐν τροφαῖς καὶ ἀποχαῖς Plu.2.135b.
II adv. -ως inmutable, estable, firmemente Procl.in Ti.3.21.10, 22.15.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυσέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάθετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταστήσῃ, νὰ μετακινήσῃ εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβλητος, ὡς τὸ ἀμετάθετος, Πλάτ. Πολ. 361C: τὸ ἀμετάστατον = τὸ ὁμοιόμορφον, Πλούτ. 2. 135Β. - Ἐπίρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 858, κτλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ ἐξαφανίσῃ, Πλάτ. Πολ. 378Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.
Étymologie: , μεθίστημι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάστατος, -ον) μεθίστημι
αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον εξαλείψει, να τον εξαφανίσει
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀμετάστατον
συμμόρφωση προς κάποιο πρότυπο, κανονικότητα, σταθερότητα, ομοιομορφία.

Greek Monotonic

ἀμετάστᾰτος: -ον (μεθίστημι),
1. αυτός που δεν μετακινείται, ακίνητος, στάσιμος, αμετάβλητος, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάστᾰτος: незыблемый, неизменный, постоянный (μέχρι θανάτου Plat.; εἱμαρμένη Plut.).

Middle Liddell

μεθίστημι
1. not to be transposed, unchangeable, unchanging, Plat.
2. not to be got rid of or put away, Plat.

English (Woodhouse)

unchanging

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)