ἀνάγκασμα: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)na/gkasma
|Beta Code=a)na/gkasma
|Definition=ατος, τό, [[compulsion]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.2.5</span>.
|Definition=ατος, τό, [[compulsion]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.2.5</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[obligación]] I.<i>AI</i> 19.209.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάγκασμα''': -ατος, τό, ἐπιβολὴ βίας, καταναγκασμός, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 2, 5.
|lstext='''ἀνάγκασμα''': -ατος, τό, ἐπιβολὴ βίας, καταναγκασμός, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 2, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[obligación]] I.<i>AI</i> 19.209.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνάγκασμα]]) [[ἀναγκάζω]]<br /><b>1.</b> βία, [[εξαναγκασμός]]<br /><b>2.</b> [[παρότρυνση]], [[προτροπή]]<br /><b>3.</b> υποχρεωτική και [[χωρίς]] [[αμοιβή]] προσωπική [[εργασία]], [[αγγαρεία]].
|mltxt=το (Α [[ἀνάγκασμα]]) [[ἀναγκάζω]]<br /><b>1.</b> βία, [[εξαναγκασμός]]<br /><b>2.</b> [[παρότρυνση]], [[προτροπή]]<br /><b>3.</b> υποχρεωτική και [[χωρίς]] [[αμοιβή]] προσωπική [[εργασία]], [[αγγαρεία]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγκασμα Medium diacritics: ἀνάγκασμα Low diacritics: ανάγκασμα Capitals: ΑΝΑΓΚΑΣΜΑ
Transliteration A: anánkasma Transliteration B: anankasma Transliteration C: anagkasma Beta Code: a)na/gkasma

English (LSJ)

ατος, τό, compulsion, J.AJ19.2.5.

Spanish (DGE)

-ματος, τό obligación I.AI 19.209.

German (Pape)

[Seite 183] τό, Zwangsmittel, Zwang, Ioseph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγκασμα: -ατος, τό, ἐπιβολὴ βίας, καταναγκασμός, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 2, 5.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάγκασμα) ἀναγκάζω
1. βία, εξαναγκασμός
2. παρότρυνση, προτροπή
3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία.