ἀνοησία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nohsi/a
|Beta Code=a)nohsi/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[want of understanding]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀβέλτερος]].<br><span class="bld">2</span> opp. [[νόησις]], [[unknowing]], i.e. [[mystical]] [[vision]], θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως = it is grasped only by means of an [[ignorance]] [[superior]] to [[intellection]] / it may be immediately cognised only by means of a [[non-intellection]] [[superior]] to [[intellection]] Porph.Sent.25.<br><span class="bld">3</span> [[mindlessness]], ib.44.
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[want of understanding]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀβέλτερος]].<br><span class="bld">2</span> opp. [[νόησις]], [[unknowing]], i.e. [[mystical]] [[vision]], θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως = it is grasped only by means of an [[ignorance]] [[superior]] to [[intellection]] / it may be immediately cognised only by means of a [[non-intellection]] [[superior]] to [[intellection]] Porph.Sent.25.<br><span class="bld">3</span> [[mindlessness]], ib.44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[carencia de sensatez]], [[insensatez]] Aq.<i>Ps</i>.48.14, Sud.s.u. [[ἀβέλτερος]].<br /><b class="num">2</b> [[intuición mística]] θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.<i>Sent</i>.25, de Dios [[ἀλογία]] καὶ ἀνοησία καὶ [[ἀνωνυμία]] Dion.Ar.M.3.588B.<br /><b class="num">3</b> [[incapacidad de pensar]] ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.<i>Sent</i>.44.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοησία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀβέλτερος]] περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. = [[ἀκαταληψία]], τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.
|lstext='''ἀνοησία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀβέλτερος]] περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. = [[ἀκαταληψία]], τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[carencia de sensatez]], [[insensatez]] Aq.<i>Ps</i>.48.14, Sud.s.u. [[ἀβέλτερος]].<br /><b class="num">2</b> [[intuición mística]] θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.<i>Sent</i>.25, de Dios [[ἀλογία]] καὶ ἀνοησία καὶ [[ἀνωνυμία]] Dion.Ar.M.3.588B.<br /><b class="num">3</b> [[incapacidad de pensar]] ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.<i>Sent</i>.44.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνοησία]])<br />η [[ιδιότητα]] του ανόητου, [[βλακεία]], [[απερισκεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ανόητη [[πράξη]] ή [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ακατάληπτο, το ακατανόητο.
|mltxt=η (Α [[ἀνοησία]])<br />η [[ιδιότητα]] του ανόητου, [[βλακεία]], [[απερισκεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ανόητη [[πράξη]] ή [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το ακατάληπτο, το ακατανόητο.
}}
}}

Revision as of 13:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοησία Medium diacritics: ἀνοησία Low diacritics: ανοησία Capitals: ΑΝΟΗΣΙΑ
Transliteration A: anoēsía Transliteration B: anoēsia Transliteration C: anoisia Beta Code: a)nohsi/a

English (LSJ)

ἡ,
A want of understanding, Suid. s.v. ἀβέλτερος.
2 opp. νόησις, unknowing, i.e. mystical vision, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως = it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection / it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection Porph.Sent.25.
3 mindlessness, ib.44.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 carencia de sensatez, insensatez Aq.Ps.48.14, Sud.s.u. ἀβέλτερος.
2 intuición mística θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25, de Dios ἀλογία καὶ ἀνοησία καὶ ἀνωνυμία Dion.Ar.M.3.588B.
3 incapacidad de pensar ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.Sent.44.

German (Pape)

[Seite 239] ἡ (ἀνόητος), Gedankenlosigkeit, Unverstand, Sp. S. ἀνοητία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοησία: ἡ, ἔλλειψις νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀβέλτερος περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. = ἀκαταληψία, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.

Greek Monolingual

η (Α ἀνοησία)
η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψία
νεοελλ.
συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγος
αρχ.
το ακατάληπτο, το ακατανόητο.