ἀποφαντικός: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pofantiko/s | |Beta Code=a)pofantiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[categorical]], λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; [[declaratory]], ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. [[ἀποφαντικῶς]] = [[assertively]], [[categorically]] dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11. | |Definition=ή, όν, [[categorical]], λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; [[declaratory]], ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. [[ἀποφαντικῶς]] = [[assertively]], [[categorically]] dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -ον<br /><b class="num">1</b> [[que expresa un sentido]], [[enunciativo]], [[explicativo]] [[λόγος]] [[proposición]] [[aseverativo|aseverativa]]</i> Arist.<i>Int</i>.17<sup>a</sup>8, Aristid.<i>Rh</i>.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον [[ἀξίωμα]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.61<br /><b class="num">•</b>ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.42, [[σχῆμα]] Aristid.<i>Rh</i>.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.<i>M</i>.8.71, A.D.<i>Synt</i>.16.10, [[ἐρώτησις]] Sch.S.<i>OT</i> 622, [[χρεία|χρεῖαι]] Hermog.<i>Prog</i>.3<br /><b class="num">•</b>gram. [[indicativo]] [[ἔγκλισις]] A.D.<i>Synt</i>.245.1 (var.), del pron. τις indicativo</i> por op. a su uso interr., A.D.<i>Pron</i>.27.20.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀποφαντικῶς]] = [[afirmativamente]] A.D.<i>Pron</i>.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.<i>Id</i>.2.11 (p.402), cf. Sch.E.<i>Ph</i>.624<br /><b class="num">•</b>[[categóricamente]] (τὸ [[εὐαγγέλιον]]) [[ἀποφαντικῶς]] διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, [[λόγος]] ἀπ., [[πρότασις]], Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -[[ἔγκλισις]] ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. [[ἐπίρρημα]] [[αὐτόθι]] 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A. | |lstext='''ἀποφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, [[λόγος]] ἀπ., [[πρότασις]], Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -[[ἔγκλισις]] ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. [[ἐπίρρημα]] [[αὐτόθι]] 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, categorical, λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; declaratory, ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. ἀποφαντικῶς = assertively, categorically dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.
Spanish (DGE)
-ή, -ον
1 que expresa un sentido, enunciativo, explicativo λόγος proposición aseverativa Arist.Int.17a8, Aristid.Rh.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.61
•ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.Stoic.2.42, σχῆμα Aristid.Rh.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.M.8.71, A.D.Synt.16.10, ἐρώτησις Sch.S.OT 622, χρεῖαι Hermog.Prog.3
•gram. indicativo ἔγκλισις A.D.Synt.245.1 (var.), del pron. τις indicativo por op. a su uso interr., A.D.Pron.27.20.
2 adv. ἀποφαντικῶς = afirmativamente A.D.Pron.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.Id.2.11 (p.402), cf. Sch.E.Ph.624
•categóricamente (τὸ εὐαγγέλιον) ἀποφαντικῶς διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.
German (Pape)
[Seite 334] behauptend, einen Satz aufstellend, λόγος Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, λόγος ἀπ., πρότασις, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -ἔγκλισις ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. ἐπίρρημα αὐτόθι 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) αποφαίνω
1. αυτός που αποφαίνεται θετικά
2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική
νεοελλ.
(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά
αρχ.-μσν.
(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφαντικός:
1) утверждающий, заявляющий (λόγος Arst.; λεκτά Sext.);
2) грам. изъявительный (ἔγκλισις).