ἀροτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)roth/sios
|Beta Code=a)roth/sios
|Definition=ον, of or for [[ploughing]], ἀ. ὥρη <span class="bibl">Arat.1053</span>.
|Definition=ον, of or for [[ploughing]], ἀ. ὥρη <span class="bibl">Arat.1053</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ]<br /><b class="num">1</b> [[de o para arar]] ἀ. ὥρη Arat.1053.<br /><b class="num">2</b> [[arador]] epít. de Zeus <i>Syria</i> 36.1959.77 (Hipo II d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀροτήσιος''': -ον, ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς ἀροτρίασιν, καλλιέργειαν, [[ἀροτήσιος]] ὥρη, καιρὸς σπορητοῦ, Ἀριστ. 1053.
|lstext='''ἀροτήσιος''': -ον, ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς ἀροτρίασιν, καλλιέργειαν, [[ἀροτήσιος]] ὥρη, καιρὸς σπορητοῦ, Ἀριστ. 1053.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ]<br /><b class="num">1</b> [[de o para arar]] ἀ. ὥρη Arat.1053.<br /><b class="num">2</b> [[arador]] epít. de Zeus <i>Syria</i> 36.1959.77 (Hipo II d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀροτήσιος]], -ον (Α)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[καλλιέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο<br />[[πρβλ]]. [[ετήσιος]], [[ημερήσιος]], [[νυκτερήσιος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀροτήσιος]], -ον (Α)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[καλλιέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο<br />[[πρβλ]]. [[ετήσιος]], [[ημερήσιος]], [[νυκτερήσιος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 14:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτήσιος Medium diacritics: ἀροτήσιος Low diacritics: αροτήσιος Capitals: ΑΡΟΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: arotḗsios Transliteration B: arotēsios Transliteration C: arotisios Beta Code: a)roth/sios

English (LSJ)

ον, of or for ploughing, ἀ. ὥρη Arat.1053.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ]
1 de o para arar ἀ. ὥρη Arat.1053.
2 arador epít. de Zeus Syria 36.1959.77 (Hipo II d.C.).

German (Pape)

[Seite 357] ον, zum Pflügen gehörig, ὥρη, Ackerzeit, Arat. D. 321.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτήσιος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς ἀροτρίασιν, καλλιέργειαν, ἀροτήσιος ὥρη, καιρὸς σπορητοῦ, Ἀριστ. 1053.

Greek Monolingual

ἀροτήσιος, -ον (Α)
ο κατάλληλος για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτος + -ήσιος (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο
πρβλ. ετήσιος, ημερήσιος, νυκτερήσιος κ.ά.)].